προσεκτικός

προσεκτικός
-ή, -ό / προσεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσεχτικός, -ή, -ό, Ν [προσέχω]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με προσοχή, εμπεριστατωμένος, ακριβής (α. «προσεκτική και επιμελημένη εργασία» β. «προσεκτικά πορίσματα»)
2. συνετός, φρόνιμος (α. «η στάση του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι προσεκτικός στο ξένο σπίτι»)
αρχ.
1. (για λόγο) αυτός που έχει την ικανότητα να συγκρατεί την προσοχή τού ακροατή
2. (κατά τον Ησύχ.) «προσεκτικώτεροι
νηφαλιώτεροι».
επίρρ...
προσεκτικώς / προσεκτικῶς ΝΑ, και προσεκτικά και προσεχτικά Ν
κατά τρόπο προσεκτικό, με προσοχή, με σύνεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσεκτικός — attentive masc nom sg προσκτίζω build perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικά — προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc pl προσεκτικά̱ , προσεκτικός attentive fem nom/voc/acc dual προσεκτικά̱ , προσεκτικός attentive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικώτερον — προσεκτικός attentive adverbial comp προσεκτικός attentive masc acc comp sg προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικωτέρων — προσεκτικός attentive fem gen comp pl προσεκτικός attentive masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικῶν — προσεκτικός attentive fem gen pl προσεκτικός attentive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικόν — προσεκτικός attentive masc acc sg προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικώτατα — προσεκτικός attentive adverbial superl προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικώτατον — προσεκτικός attentive masc acc superl sg προσεκτικός attentive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικοί — προσεκτικός attentive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτικοῦ — προσεκτικός attentive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”